- πλουτοκράτης
- ο , πλουτοκράτισσα и πλουτοκράτις (-ιδος) η плутократ; капиталист, -ка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πλουτοκράτης — ο, θηλ. πλουτοκράτισσα, Ν 1. αυτός που επικρατεί με τον πλούτο, που είναι ισχυρός επειδή διαθέτει περιουσία, κεφαλαιοκράτης 2. αυτός που ανήκει στην τάξη τών πλουσίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλούτος + κράτης (< κράτος), κατά το αριστο κράτης. Η λ.,… … Dictionary of Greek
πλουτοκράτης — ο θηλ. ισσα αυτός που κρατεί, που ισχύει με τον πλούτο, που ανήκει στην τάξη των πλουσίων, ο κεφαλαιοκράτης: Οι πλουτοκράτες δεν κάνουν παραχωρήσεις στα αιτήματα των φτωχών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κράτος — Η συνολική οργάνωση μιας κοινωνίας και η υπαγωγή της σε ένα σύστημα δικαίου, το οποίο αφορά έναν συγκεκριμένο λαό και ένα επίσης συγκεκριμένο εδαφικό πλαίσιο. Το κ. συνδέεται πάντοτε με το δίκαιο, που είναι δημιούργημα και δημιουργός του. Η… … Dictionary of Greek
πλούτος — I Γιος της Δήμητρας και του Ιασίωνα, θεός της ευφορίας των αγρών και γενικά του πλούτου. Συχνά ταυτίζεται με τον θεό του Άδη Πλούτωνα. Ο γλύπτης Κηφισόδοτος στο διάσημο σύμπλεγμά του τον παριστάνει ως βρέφος στην αγκαλιά της Ειρήνης, αλλά ο… … Dictionary of Greek